- ἀσθενέστερος
- ἀσθενήςwithout strengthmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξασθενώ — (I) ( έω) (Α ἐξασθενῶ) αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι μσν. (νομ.) παύω να ισχύω αρχ. 1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῑς λογισμοῑς», Διόδ. Σικ.) 2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι 3.… … Dictionary of Greek
εύθλαστος — εὔθλαστος, ον (ΑΜ) αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek
μυουρίζω — (ΑΜ μυουρίζω) [μύουρος] καταλήγω σε ουρά ποντικού, απολήγω σε οξύ άκρο, είμαι μυτερός στο άκρο μου νεοελλ. ναυτ. κατασκευάζω μύουρο στο άκρο σχοινιού για εύκολη εισαγωγή του στους τροχίλους αρχ. 1. (για τον σφυγμό) εξασθενώ, γίνομαι βαθμηδόν… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
υποσυμβαίνω — Α [συμβαίνω] είμαι ασθενέστερος, υποδεέστερος … Dictionary of Greek
Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… … Dictionary of Greek
ՏԿԱՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0880 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 12c ա. ἁσθενέστερος infirmior, imbecillior, fragilior, inferior σαθρότερος putridior. Առաւել կամ յոյժ տկար (յո՛ր եւ է կարգի). անարգագոյն, փո՛ւտ. *Առ փայտն՝ որ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)